- ἐμβριμώμενος
- скорбящий
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐμβριμώμενος — ἐμβριμάομαι snort in pres part mp masc nom sg ἐμβρῑμώμενος , ἐμβριμάομαι snort in pres part mp masc nom sg ἐμβρῑμώμενος , ἐμβριμάομαι snort in pres part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)